-
1 операция
1. (мат) η πράξη- ИЛИ η πράξη/το σύμβολο της διάζευξης (OR)2. тех. η εργασία, η τεχνολογική πράξηпроизводственная - παραγωγική -, βιομηχανική -3. (совокупность действий) ηεπιχείρηση 4. фин. ησυναλλαγή, η πράξη 5. мед. η εγχείρηση, ηχειρουργική επέμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > операция
-
2 обработка
1. тех. η επεξεργασία, η κατεργασία - воды - του ύδατος- на станке - στο μηχάνημα (π.χ. στον τόρνο)- της τελειοποίησης, η τελική κατεργασίαчерновая - προκαταρκτική -, τοξεχόνδρισμαчистовая - см. финишная -2. (земли) ηκαλλιέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обработка